-
1 φάρμακο(ν)
το лекарство; медикамент;παίρνω (πίνω) φάρμακο(ν) — принимать (пить) лекарство
-
2 φάρμακο(ν)
το лекарство; медикамент;παίρνω (πίνω) φάρμακο(ν) — принимать (пить) лекарство
-
3 πόδι
τό1) нога;τρέμουν τα πόδια μου — у меня ноги подкашиваются;
δεν στέκεται στα πόδία του — он на ногах не стоит;
2) лапа (животного], лапка, ножка (насекомого и т, п.);3) ножка (мебели); 4) фут (мера длины);§ παίρνω πόδι — уходить, увольняться;
δίνω πόδι — прогонять, выгонять;
πατώ πόδι — требовать, настаивать;
τό βάζω στα πόδία — бежать со всех ног, без оглядки, уносить ноги;
μου κόπηκαν τα πόδία μου — быть без ног (от усталости);
είμαι με το 'ένα πόδι στον τάφο — стоять одной ногой в могиле;
δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ — моей ноги здесь больше не будет;
με τα πόδία — пешком;
παρά πόδία! — воен, к ноге!;
του έβαλα τα δυό του πόδια σ' 2να παπούτσι — он у меня в руках;
στο πόδι — а) на ногах;
είμαι στο πόδι από το πρωΐ — я с утра на ногах;
πέρασα την αρρώστια στο πόδι — я перенёс болезнь на ногах; — б) на ноги;
μας σήκωσε όλους στο πόδι — он поднял нас всех на ноги; — в) стоя, на ходу;
τρώγω (πίνω) στο πόδι — я ем (пью) на ходу;
έλειωσα στα πόδία μου — я валюсь с ног (от усталости);
я еле ноги волочу (от болезни);πέφτω στα πόδία — падать на колени, молить,
умолять;αφήνω στο πόδι μου κάποιον — оставлять вместо себя кого-л.;
με πόδια και με χέρια — ногами и руками, всеми средствами;
γράφει με τα πόδια — а) он пишет, как курица лапой; — б) он пишет левой ногой, он бумагу марает (о литераторе)
См. также в других словарях:
πίνω — ήπια, πιώθηκα, πιωμένος, παίρνω υγρό από το στόμα, ρουφώ, μεθώ: Ολημερίς πίνει και δεν ξέρει τι κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρηγοριά — παρηγοριά, η και παρηγόρια, η 1. μετριασμός της λύπης, ψυχική ανακούφιση, λόγος παρηγορητικός: Παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του (παροιμ.). 2. συντροφιά με τους συγγενείς κατά τη διανυκτέρευση με το νεκρό, συμπαράσταση στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia